- πρωτογένεια
- Όνομα μυθολογικών προσώπων.
1. Κόρη του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, η πρώτη γυναίκα στον κόσμο ύστερα από την εξαφάνιση του ανθρώπινου γένους από τον κατακλυσμό. Κατά την παράδοση, την απήγαγε ο Ζευς στο Μαίναλο της Αρκαδίας, και από την ένωσή της μαζί του απέκτησε τον Oπούντα. Γιος της θεωρείται και ο Ενδυμίων.
2. Η μεγαλύτερη κόρη του Ερεχθέα, που θυσιάστηκε μαζί με την αυταδέλφη της Πανδώρα για να γλυτώσει η πόλη της Αθήνας από την επιδρομή των Βοιωτών.
3. Κόρη της Καλυδώνας και μητέρα του Oξύλου.
* * *η, ΝΑως κύριο όν. Πρωτογένειαμυθ. θυγατέρα τού Δευκαλίωνος και τής Πύρρας, σύζυγος τού Λοκρού και μητέρα τού Οπούντος ή, κατ' άλλη παράδοση, κόρη τού Ερεχθέως και μητέρα τού Αεθλίουνεοελλ.1. η ιδιότητα τού πρωτογενούς, το να έχει γίνει ή γεννηθεί κανείς πρώτος2. (νομ.) η προτίμηση τού πρώτου υιού κατά τη διαδοχή τών δικαίων τής οικογένειας, τα πρωτοτόκιααρχ.1. αυτή που γεννήθηκε πρώτη2. προσωνυμία τής Τύχης.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + -γένεια, θηλ. τού πρωτογενής (πρβλ. ποντο-γένεια)].
Dictionary of Greek. 2013.